προσημαντικά

προσημαντικά
προσημαντικός
presignifying
neut nom/voc/acc pl
προσημαντικά̱ , προσημαντικός
presignifying
fem nom/voc/acc dual
προσημαντικά̱ , προσημαντικός
presignifying
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσημαντικάς — προσημαντικά̱ς , προσημαντικός presignifying fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσημαντικός — ή, όν, Α [προσημαίνω] αυτός που προσημαίνει, που αποκαλύπτει εκ τών προτέρων («προσημαντικὰ γίγνεσθαι ποτὲ μὲν κακῶν, ποτέ δ ἀγαθῶν», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”